- ταρβαλέος
- -α, -ον, ΜΑ(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμοαρχ.(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταρβαλέος — affrighted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέα — ταρβαλέος affrighted neut nom/voc/acc pl ταρβαλέᾱ , ταρβαλέος affrighted fem nom/voc/acc dual ταρβαλέᾱ , ταρβαλέος affrighted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέαι — ταρβαλέος affrighted fem nom/voc pl ταρβαλέᾱͅ , ταρβαλέος affrighted fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέον — ταρβαλέος affrighted masc acc sg ταρβαλέος affrighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέη — ταρβαλέος affrighted fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέην — ταρβαλέος affrighted fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέης — ταρβαλέος affrighted fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέοι — ταρβαλέος affrighted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέοις — ταρβαλέος affrighted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβαλέοισι — ταρβαλέος affrighted masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)